ἀγαθοεργία

ἀγαθοεργία
ἀγαθο-εργία, [dialect] Ion. -ιη, [var] contr. [suff] ἀγαθο-ουργία, ,
A good deed, service, Hdt.3.154,160, Jul.Or.4.135d.
2 beneficence, Procl.in Cra.pp.13,90P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀγαθοεργία — ἀγαθοεργίᾱ , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc/acc dual ἀγαθοεργίᾱ , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοεργίᾳ — ἀγαθοεργίαι , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθοεργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργία — η ευεργετική πράξη: Είχε κάνει στον τόπο του ένα σωρό αγαθοεργίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαθοεργίας — ἀγαθοεργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem acc pl ἀγαθοεργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοεργίαι — ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθοεργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοεργίαν — ἀγαθοεργίᾱν , ἀγαθοεργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθουργίαι — ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθουργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοεργιῶν — ἀγαθοεργία good deed fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοεργίαις — ἀγαθοεργία good deed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθουργίαις — ἀγαθοεργία good deed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”